Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Μένιος Σ. Κουτσούκης, Εκτός ορίων και συνόρων, Ελεύθερα κείμενα για προβλήματα και θέματα μιας εποχής (1970-1990).


Μένιος Σ. Κουτσούκης, Εκτός ορίων
και συνόρων, Ελεύθερα κείμενα για προβλήματα και θέματα μιας εποχής (1970-1990)




Πρόλογος: Μιχάλης Σταφυλάς, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, 2000.



               Επιστημονικός Συνεργάτης

Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
Για τον Πολιτισμό

και την ΕπικοινωνίαΠαντείου Πανεπιστημίου
http://www.kans.gr/
Συνέβη σήμερα: http://www.kans.gr/category/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%B2%CE%B7-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/ 



    
Πρόκειται για ένα από τα πολλά έργα του Ομοτίμου Καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Κλεομένη Σ. Κουτσούκη, του οποίου ο γράφων είχε την τύχη να είναι  φοιτητής. Για το περιεχόμενό του διαφωτιστικός είναι ο πρόλογος του Μιχάλη Σταφυλά, Διευθυντή του περιοδικού «Πνευματική Ζωή», ο οποίος επισημαίνει  ότι ο συγγραφέας  αναφέρεται σε θέματα ευρωπαϊκά ή παγκόσμια που σχετίζονται με την Ελλάδα:

«(…) Ευρωπαϊκή  Ένωση  και Εθνικισμοί, η εξωτερική μας  πολιτική ως προς τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, Απόδημος Ελληνισμός και Φιλελληνισμός, Ελληνική Γλώσσα και Ελληνική Κοινωνία και πολλά άλλα ακόμα που συνεχίζουν να προβληματίζουν λαούς και έθνη. Χρονικά, αυτά τα θέματα εντοπίζονται στην εικοσαετία 1970 με 1990 και φυσικό είναι να έχουν αλλάξει κάποια δεδομένα. Αυτή ακριβώς η ορατή ή αδιόρατη αλλαγή στις διεθνείς σχέσεις και στις ελληνικές εξελίξεις είναι μία πρόκληση για τον κ. Κουτσούκη, που πιστεύει πως τα «πάντα ῥεῖ».(…).

http://www.kastanea.net/Nea_ImeridaDeltioTypou2008.htm
      Σαν ελεύθερος στοχαστής δεν απορρίπτει και την άλλη άποψη– φτάνει να είναι τεκμηριωμένη. Κι όχι μόνο αυτό. Προτρέπει κι όλας τον επόμενο συνεχιστή των δικών του απόψεων και προβληματισμών, παραθέτοντάς του  εμπεριστατωμένη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και αρκετά ερεθίσματα για έρευνες (…). Κι όπως φαίνεται, αυτά τα κείμενα δεν τα έγραψε  απλώς για να γράψει, αλλά γιατί  ένοιωθε την ανάγκη έκφρασης  κάποιων θεμάτων, που τον πίεζαν ως άνθρωπο και ως Έλληνα, μέσα σε μία δεδομένη στιγμή. Έτσι, για παράδειγμα θα αναφέρω το θέμα του Φιλελληνισμού. Δεν ασχολείται τυχαία  με τον πρόδρομο του αμερικάνικου φιλελληνισμού, τον Θωμά Τζέφερσον. Στο βάθος θέλει να μας δώσει την ευκαιρία να συγκρίνουμε τον άδολο φιλελληνισμό εκείνου, που είχε προεκτάσεις και στην ίδια την αμερικάνικη ζωή, με τον φιλελληνισμό πολλών  άλλων επώνυμων, ζώντων και νεκρών, που ο φιλελληνισμός τους μπορεί να μπει σε εισαγωγικά. Κι αυτό φαίνεται κι από το κείμενό του: «Η δοκιμασία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής»,  που είχε δημοσιευτεί στον  αμερικανικό τύπο. Σ΄ αυτό λέει τα πράγματα με το όνομά τους και με αυταπόδεικτα στοιχεία. Οι απόψεις του, όμως,  αυτές επόμενο ήταν να ενοχλήσουν τα ποικίλα ελληνοαμερικανικά κατεστημένα. Γι' αυτό και κατηγορήθηκε για «αντιαμερικανισμό»– συνηθισμένη κατηγορία εναντίον όλων όσων τολμούν να πούνε την αλήθεια. (…).
     Έτσι, το βιβλίο αυτό  αναμφίβολα είναι μια σημαντική  προσφορά κι ένας δρομοδείχτης  για το πώς πρέπει να βλέπουμε ή να κρίνουμε κάθε φορά τα γεγονότα, που επηρεάζουν την πορεία του λαού μας ή και άλλων λαών  προς το μέλλον, με βάση τα διδάγματα του παρελθόντος.»

Δεν λείπουν  ακόμη οι αναφορές  στη Μικρασιατική Καταστροφή  (1922) .

Σχετικά με την ιδιαίτερη πατρίδα του γράφοντος, την Κύπρο,  ο ίδιος του αποκάλυψε ότι λάμβανε μέρος στις διαδηλώσεις  υπέρ της Μεγαλονήσου κατά τη δεκαετία του 1950. Στηρίζει, όπως αναφέρθηκε, την εθνική υπόθεση της Κύπρου.

Χαρακτηριστικά είναι τα παρατιθέμενα κείμενα υπό τον τίτλο: «Η δοκιμασία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», σελ. 65-70 και μία επιστολή Ελληνοαμερικανού.
Διαγράφονται οι βασικές Θέσεις της Ελληνικής Εξωτερικής πολιτικής μεταπολεμικώς. Τονίζεται η επίδραση που είχε ο από Βορρά κίνδυνος και ο Ψυχρός Πόλεμος διά την δυσκαμψία της εξωτερικής μας πολιτικής. Η τήξις των πάγων του Ψυχρού Πολέμου και η κρίσις του 1974 αν και δεν άλλαξαν τις βασικές θέσεις, ωδήγησαν σε μεγαλύτερη ευελιξία και ανεξαρτησία των χειρισμών της. Με τη διεύρυνση των υποστηρικτών και φίλων διεθνώς πληθύνονται οι οικονομικές σχέσεις, που είναι ζωτικές για ένα σύγχρονο κράτος. Με την εισδοχή εις την Κοινή Αγορά και το άνοιγμα της προς τα Αραβικά και Ανατολικά κράτη τονίζεται ότι η Ελλάς όχι μόνον θα ενισχύση την Οικονομία και γενικά τις θέσεις της διεθνώς αλλά και προωθεί τον εκπολιτιστικό της ρόλο, που στο παρελθόν απετέλεσε την δόξαν της.

Οι μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολιτικές εξελίξεις στον διεθνή χώρο είχαν σαν αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της Αμερικανικής επιρροής στην Ελλάδα, εξ αιτίας της οποίας, Ελλάς και Τουρκία επέπρωτο να συνεργαστούν κάτω απ' την Ατλαντική Συμμαχία. Βεβαίως δεν είναι αφύσικο δύο εχθρικές εις το παρελθόν χώρες να γίνωνται φίλες μίαν ημέραν. Στην περίπτωση όμως Ελλάδος-Τουρκίας επρόκειτο, εν πολλοίς, για μία εκ των άνω επιβληθείσα «φιλία». Τούτο θα εξυπηρετούσε «ανώτερα στρατηγικά συμφέροντα κοινής αμύνης».
Αυτή η φρασεολογία επαναλαμβάνεται για εικοσιπέντε τώρα χρόνια. Δυστυχώς και για τις δύο χώρες, τα βόρεια σύνορά τους εθεωρούντο ευαίσθητα και ζωτικά, επειδή γειτνίαζαν με τέσσερες κομμουνιστικές χώρες. Σύμφωνα με την προπαγάνδα του «Ψυχρού Πολέμου» αυτές οι χώρες πάντοτε καραδοκούσαν για μία «εισβολή». Για την Ελλάδα υπήρχε το προηγούμενο του εμφυλίου πολέμου, που ενίσχυε ψυχολογικά τέτοιους φόβους. Έτσι η ένταξη της Ελλάδος στο NATO έδειχνε, ότι υπήρξε βασικά μια ορθολογική πράξη της τότε πολιτικής ηγεσίας. Με το πέρασμα, όμως,  του χρόνου απεδείχθη, ότι η πολιτική αυτή της ιδεολογικής και στρατιωτικής προσκολλήσεως στην Ατλαντική Συμμαχία υπήρξε ανεπιφύλακτη και χωρίς ευελιξία. Εκ των πραγμάτων κατήντησε λιγώτερο ορθολογική για τα εθνικά συμφέροντα απ' ό,τι ενομίσθη αρχικώς. Διότι η Ελλάς δεν αντιμετώπιζε αληθινά ή όχι μόνον τον από βορρά κομμουνιστικό κίνδυνο, αλλά είχε και εθνικές διεκδικήσεις ανεκπλήρωτες, ισοδύναμες, όμως, με την εθνική της υπόσταση. Μία συμμαχία, υποτίθεται, θα διευκόλυνε, έως ένα βαθμό, την εκπλήρωση εθνικών δικαίων. Αλλά το γεγονός, ότι τέτοιες διεκδικήσεις εστρέφοντο εναντίον μιας ή περισσοτέρων συμμάχων χωρών έδιδε και την έκταση του εφικτού της πραγματοποιήσεως τέτοιων πόθων. Η εικοσαετία 1950-1970 υπήρξε, ίσως, η τραγικώτερη εμπειρία της Ελλάδος εις τον τομέα της εξωτερικής της πολιτικής. Δεκαετίες αγώνων για την Κύπρο κατήντησαν κατά τις υπαγορεύσεις των «Συμμάχων» να δώσουν στη ζωή μία, στην ουσία, διχοτομημένη Κύπρο. Απεδείχθη ότι τα εθνικά συμφέροντα και οι εθνικοί πόθοι έπρεπε να σμιλεύωνται πρωτίστως από τα «υπέρτατα» συμφέροντα της Συμμαχίας. Έγινε ολοφάνερο, πως Ελλάς και Τουρκία για την Αμερικανική πολιτική δεν ήταν παρά «δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη». Κάποτε το ένα θα έπεφτε να σπάση, πράγμα που συνέβη με την Ελλάδα στις τελευταίες τραγικές εξελίξεις του Κυπριακού. Είναι μεγάλη η απογοήτευση και η εθνική αγανάκτηση. Δυστυχώς, ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιληφθούν οι Έλληνες, κυρίως οι πολιτικοί, πόσο ωμή είναι η πολιτική οιασδήποτε Μεγάλης Δύναμης και πόσο ρομαντικές και ουτοπικές δείχνουν στα μάτια της οι διεκδικήσεις εθνικών δικαίων και συμφερόντων μικρών φίλων ή συμμάχων χωρών.
Η σημερινή περίπτωση μπορεί να παραλληλισθή με την απογοήτευση, που δοκιμάσαμε, όταν οι Σύμμαχοι μάς εγκατέλειψαν το 1922, με αποτέλεσμα να ακολουθήση η Μικρασιατική τραγωδία. Συμβαίνει μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις να έχουμε Μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Πολλά ερωτήματα, ασφαλώς, ανακύπτουν μετά το τελευταίο ράπισμα, που μας εδόθη απ' την αμερικανική πολιτική της συμφεροντολογίας. Πώς συνέβη π.χ. και η Αμερική μας εγκατέλειψε; Διότι στην ουσία περί εγκαταλείψεως πρόκειται. Πώς έγινε τούτο, αφού έδειχνε τόσο «ζωτικό» ενδιαφέρον ακόμα και για τις εσωτερικές μας πολιτικές εξελίξεις. Τί μεσολάβησε τέλος πάντων για να γίνη αυτή η αλλαγή; Βεβαίως, δεν μπορεί να κάνη  κανείς εύκολα υποθέσεις γύρω από την εξωτερική πολιτική, που διεξάγεται τόσο μυστικά, αν όχι συνωμοτικά, και μάλιστα μιας μεγάλης χώρας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Παρά ταύτα, θα επιχειρήσομε να κάνουμε πιο κάτω μερικές υποθέσεις, που αν δεν εξηγούν τουλάχιστον δείχνουν το αλληλένδετο των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών εξελίξεων μιας μικρής χώρας, όπως, της Ελλάδος.
Η Ελλάς υπήρξεν ανέκαθεν προπύργιο του πολιτισμού. Από τον καιρό των Περσικών πολέμων μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πάνω στον βράχο της ελληνικής άμυνας έσπαγαν τα κύματα των βαρβαρικών επιδρομών. Μεταπολεμικά γίνεται πεδίο συγκρούσεων Ανατολής και Δύσεως. Από τότε όμως, που άρχισαν να λιώνουν οι πάγοι του Ψυχρού Πολέμου κι άρχισε να γεφυρώνεται το χάσμα των δύο υπερδυνάμεων, η Ελλάς γίνεται σιγά-σιγά το πεδίον ανταγωνισμού μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης αυτή τη φορά. Η μάνα Ευρώπη διεκδικεί και θέλει την Ελλάδα μέσα στη δική της οικογένεια. Ίσως για αρκετό καιρό ακόμα να παίζεται η τύχη της, ώσπου η Ελλάς να καταλάβη πού ανήκει και ποιος είναι ο δρόμος της. Έως τώρα η εθνική ηγεσία, έδειχνε ότι θέλει την Ευρώπη, αλλά ερωτοτροπούσε με την μητρυιά (Αμερική). Παράλληλα η Ελλάς είναι χώρα, που βρίσκεται στην περίμετρο των χωρών της Μεσογείου. Μέσα στην πολιτική τους αστάθεια οι χώρες αυτές υφίστανται έντονα την οικονομική, κατ' αρχάς αμερικανική επιρροή. Αν ρίξη κανείς μια ματιά στις Στατιστικές θα δη ότι στην Ελλάδα οι αμερικανικές, μητρικές ή θυγατρικές εταιρίες έχουν πολλαπλασιασθεί από το 1967. Ο όγκος των συναλλαγών Ελλάδος-Αμερικής έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη. Γενικώτερα οι επενδύσεις κεφαλαίου υπό Αμερικανική ή Ελληνοαμερικανική μορφή συνεχίζουν να αυξάνωνται. Η αγωνία της Αμερικής, που ενώ ίσως αποσυρθή από την Ευρώπη στρατιωτικώς, δεν θέλει όμως να δοκιμασθή οικονομικώς, φαίνεται έντονα στον δραματικό λόγο, που εξεφώνησε ο κ. Κίσσινγκερ στο Λονδίνο, τον περασμένο Δεκέμβριο. Μία ευνοϊκή έκβαση της Ευρωπαϊκής Διασκέψεως Ασφαλείας ίσως έπαιζε σε τούτο αποφασιστικό ρόλο. Είναι όμως φανερό, πως, όσο το τεχνολογικό χάσμα μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης μικραίνει, τόσο ο οικονομικός ανταγωνισμός γίνεται τραχύτερος. Αυτό τείνει να συμπαρασύρη τις υπό την μια ή την άλλη επιρροή αναπτυσσόμενες χώρες. Τέτοιες χώρες, όπως η Ελλάς π.χ. κρατήθηκαν μακρυά απ' την «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».
Οι οικονομικές θεωρίες είναι αρκετά πειστικές στην διαπίστωση του ρόλου, που παίζουν οι ξένες επενδύσεις στις υπό ανάπτυξη χώρες. Είναι ρόλος θετικός, αλλά και αρνητικός, όπως π.χ. στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με τις οποίες η Ελλάς φαίνεται να έχη τόσες ομοιότητες. Γενικά, δεν μπορεί να αμφισβητήση κανείς την παρουσία του ξένου παράγοντος όχι μόνο στις οικονομικές, αλλά και σε αποφασιστικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα από τον Αγώνα της για Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται κατά εποχές με διαφορετικά πρόσωπα. Κάποτε οι Ρώσοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι. Από τον Πόλεμο κι' ύστερα οι Αμερικανοί. Η ηγεσία στην Ελλάδα,  ενώ απεδέχθη βασικά τον ξένον παράγοντα για ποικίλους λόγους, εδιχάσθη μόνον, ως προς το ποια μορφή θα έπρεπε να έχη η παρουσία του. Ο πρόσφατος σχηματισμός μιας ευρωπαϊκά και όχι αμερικανικά προσανατολισμένης κυβερνήσεως, όπως έδειχναν να είναι οι κυβερνήσεις της επταετίας, ίσως έδωσε το σήμα κινδύνου στους Αμερικανούς. Τόσο ο Πρωθυπουργός Καραμανλής, όσο και η πλειοψηφία των υπουργών της κυβερνήσεως του, έχουν εκφράσει όχι μόνον την απογοήτευση τους για την Αμερικανική εμπλοκή στα πολιτικά της Ελλάδος, αλλά και επείγονται να επισπεύσουν τις διαδικασίες για την πλήρη ένταξή της μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Έτσι η πρόσφατη μεταπολίτευση στην Ελλάδα προφανώς δεν είναι μόνον μεταφορά εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς, αλλά μοιάζει να είναι συγχρόνως και αλλαγή φρουράς από τα χέρια της Αμερικής στα χέρια της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει, πως δεν πρόκειται μόνον για αμερικανική εγκατάλειψη της Ελλάδος, όπως εφάνη τις τελευταίες μέρες, αλλά είναι εξ ίσου και ελληνική εγκατάλειψη της Αμερικής. Η επιστροφή της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή οικογένεια ξεσκέπασε τα φίδια της αμερικανικής πολιτικής, που έζωναν τον κορμό της Ελλάδος τόσα χρόνια.
Η δραματική αποκάλυψη του προσωπείου της αμερικανικής πολιτικής θέτει αναμφισβήτητα σκληρά διλήμματα για την μελλοντική πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Δυστυχώς είκοσι τόσα χρόνια εγκλεισμού στο στρατόπεδο της «ιδεολογίας» έληξαν με εθνική συμφορά εσωτερικά και εξωτερικά. Η πραγματοποίηση εθνικών ονείρων χρειάζεται λιγώτερη ιδεολογία και απεναντίας περισσότερο ρεαλισμό, ευελιξία, ανεξαρτησία. Τα προβλήματα, που άρχισε να δημιουργεί η τουρκική αδιαλλαξία όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και προ παντός στο Αιγαίο, όπου θα γίνη η μεγάλη σύγκρουση, μας απομακρύνουν από την αμερικανική πολιτική των «δύο καρπουζιών». Μας φέρνουν πιο κοντά εκεί όπου ανήκομε, στην Ευρώπη, νοούμενη σε όλες της τις διαστάσεις. Είναι ό, τι επιτάσσουν τα εθνικά μας συμφέροντα. «Καιροί οὐ μενετοί».
                                        * * *
Επιστολή του συγγραφέα προς τον Διευθυντή και εκδότη της εφημερίδας της Ν. Υόρκης «Εθνικός Κήρυξ» που δημοσίευσε το άρθρο με κριτικά σχόλια:
Αξιότιμε Κύριε Διευθυντά,
Ευχαριστώ θερμά για την φιλοξενία, που παράσχετε  σε τρεις συνέχειες στο άρθρο μου: «Η δοκιμασία της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής». Επειδή, όμως ασκήσατε κριτική του άρθρου θα μου επιτρέψετε δεόντως να δευτερολογήσω. Συγκεκριμένως, θα ήθελα να κάμω ωρισμένες παρατηρήσεις πάνω στα εισαγωγικά σας σχόλια, με τα οποία συνωδεύσατε το άρθρο μου. Και τούτο, διότι εσφαλμένως ηρμήνευσαν το πνεύμα του άρθρου και συνεπώς δυσμενώς προδιέθεσαν το αναγνωστικό σας κοινό.
1. Εις το άρθρο γίνεται λόγος περί του αμοραλισμού της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής, εν αντιθέσει προς τον ιδεολογικόν συναισθηματισμόν της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής κατά την τελευταίαν τριακονταετία. Η αποχώρησις της Ελλάδος από το Ν.Α.Τ.Ο., γενομένη μάλιστα από ένα αποδεδειγμένως σώφρονα, φιλοαμερικανό πολιτικό, τον Κ. Καραμανλή, είναι ένδειξις, ότι η Ελλάς άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ό,τι είναι συμφέρον της Ελλάδος δεν είναι συμφέρον και της Αμερικής και ότι, ό,τι είναι συμφέρον της Αμερικής δεν είναι κατ' ανάγκην συμφέρον και της Ελλάδος! Αυτή η διαπίστωσις ακριβώς υπαγορεύει διαφοροποίησιν αν όχι απο-αμερικανοποίηση της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, έως τον βαθμό,  τουλάχιστον,  που εξυπηρετούνται τα εθνικά μας συμφέροντα.
2. Αντικείμενο του άρθρου δεν υπήρξε η Αμερική στο σύνολο της και πολύ περισσότερο η προσφορά του Αμερικανικού λαού στον κόσμο και στον πολιτισμό. Με το να κριτικάρουμε την εξωτερική πολιτική της Αμερικής, η οποία πολλές φορές δεν επιδοκιμάζεται ούτε από τον ίδιο τον αμερικανικό λαό, (παράδειγμα το Βιετνάμ), δεν σημαίνει, ότι δεν θαυμάζομε τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματά της ή ότι δεν αγαπάμε τον αμερικανικό λαό, η πεμπτουσία και η ομορφιά του οποίου εκφράζονται μέσα στις πολιτιστικές του αξίες και τα φιλάνθρωπα αισθήματα των οποίων όλοι είμεθα κοινωνοί. Δεν θέσαμε θέμα αρνήσεως της Αμερικής.
3. Συνεπώς αναρμόστως ερμηνεύσατε το πνεύμα του άρθρου ως «αντιαμερικανισμόν» και δη «στείρον». Το να αποκαλούμε «στείρο αντιαμερικανισμό» έναν κριτικό, το πρώτο ίσως, κοίταγμα στις σχέσεις μας με μια μεγάλη δύναμη, μοιάζει να είναι πιο πολύ «στείρος συναισθηματισμός» ή «δογματισμός», που στην προκειμένη περίπτωση προέρχεται από την προσκόλλησή μας στην άνευ επιφυλάξεων ελληνοαμερικανική φιλία, παρά την ορθολογική επιδίωξη αμιγών ελληνικών συμφερόντων. Η ικανοποίησις συμφερόντων απαιτεί φιλίες και συμμαχίες. Αλλ' όταν η φιλία ή η συμμαχία γίνεται εμπόδιο στα συμφέροντα αρχίζει να καταρρέει. Προφανώς το δεύτερο, συμβαίνει με την Αμερική. Στη σκέψη αυτή βέβαια αρχίζει να δοκιμάζεται η εθνική συνείδησις τόσο των Ελλήνων της Αμερικής όσο και των Αμερικανών ελληνικής καταγωγής. Ευχόμεθα ένα τέτοιο καίριο δίλημμα να αποφευχθή ή τουλάχιστον να περάση ανώδυνα.
4. Τέλος, εσφαλμένως, νομίζω, γενικεύετε λέγοντας ότι αποδίδομε όλα τα κακά στην Αμερική. Στην ουσία τα κακά, για τα οποία μιλάμε είναι μόνον δύο. Δηλαδή, η επταετής δικτατορία στην Ελλάδα και η τραγωδία της Κύπρου. Λίγοι αμφιβάλλουν, ότι η Αμερική θα μπορούσε να προλάβη την έναρξη ή τουλάχιστον την επέκταση της τραγωδίας στην Κύπρο. Όσον αφορά το πρώτο, που είναι αλληλένδετο με το δεύτερο, δεν γνωρίζω αν οι στήλες σας είναι διατεθειμένες να δεχθούν μια τέτοια συζήτηση, που θα έφερε εις φως πολλά διαφωτιστικά πράγματα. Σαν έναρξη μιας τέτοιας συζητήσεως θα μπορούσατε να δημοσιεύσετε το άρθρο, που σας έστειλα προ εξαμήνου περίπου, εις το οποίο ανέλυα τα αίτια της γενικότερης κρίσεως την οποία διέρχεται σήμερα η ελληνική κοινωνία. Προβλέψαμε εκεί, ότι  η επίταση της κρίσεως που έφθασε στο κατακόρυφο με την τραγωδία της Κύπρου, θα έφερνε στο προσκήνιο έναν χαρισματικό ηγέτη. Τούτο και συνέβη με την εμφάνιση του Κων. Καραμανλή. Η περίπτωσις Καραμανλή μπορεί να θεωρηθή σαν καθαρά «χαρισματική». Η επί έτη αυτοαπομόνωσίς του εις το Παρίσι, η επάνοδος του και το μήνυμα του μέσα στο απόγειο της εθνικής μας κρίσεως έχουν θέσει σε εφαρμογή κατά ένα τρόπο την διαδικασία του «χαρισματικού κύκλου». Το μέλλον θα δείξη αν και κατά πόσον ο κύκλος αυτός θα ολοκληρωθή με τις υπόλοιπες φάσεις του για να καταξιώση  τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σαν χαρισματικό ηγέτη.
Για την αμερικανική εμπλοκή στα πολιτικά της Ελλάδος ίσως να μη διαθέταμε αποδείξεις. Οι δράστες αφήνουν μόνον ίχνη. Προ ημερών διαβάσαμε ότι μέρος των αρχείων της ελληνικής ΚΥΠ κάηκαν. Η αμερικανική εμπλοκή εθεωρείτο «μύθος» πριν από τα «Νοεμβριανά». Μετά την άνοδο του Δημητρίου Ιωαννίδη, έγινε «κοινή αναγνώριση» δικτατορικών και αντιδικτατορικών κύκλων. Όταν οι κύκλοι αυτοί, που τόσα χάσματα τους χωρίζουν ενώνονται σε μια τέτοια κοινή διαπίστωση, θα ήταν αδιανόητο να αρνηθούμε μια δόση αλήθειας. Αφήνομε τις πρόσφατες δημοσιεύσεις στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», που δεν είναι άλλο παρά επιβεβαίωση των όσων συνωμοτικά ετεκταίνοντο κατά την επταετία.
Οσαδήποτε πάθη κι αν συμβαίνει να τον χωρίζουν, ο ελληνικός λαός διαθέτει μια ευαισθησία και μιαν ευστροφία, που δεν μπορεί κανείς εύκολο να τ' αγνοήση. Λίγοι λαοί έχουν την πολιτική συνείδηση και το ευέλικτο αισθητήριο του Έλληνα. Γιατί είναι αυτός, που έδωσε μορφή στην διαλεκτική της πολιτικής και συνεχίζει να την έχει ριζωμένη μέσα του βαθειά. Μερικοί έσφαλαν να τον αποκαλέσουν «πολιτικά ανώριμο», «απαθή», κ.λπ. Δεν επιμένω περισσότερο επί του θέματος τώρα γιατί ίσως κάνω κατάχρηση των στηλών σας. Προσθέτω μόνον, εν κατακλείδι, ότι επί του παρόντος τόσον η εσωτερική, όσο και προ παντός, η εξωτερική κρίση φαίνονται να σφυρηλατούν στην πραγματικότητα μία λιγώτερο ιδεολογική και περισσότερο ενωμένη ελληνική κοινωνία, κατά τον ίδιο τρόπο, που οι περσικές επιδρομές ένωσαν για πρώτη φορά τις αρχαίες ελληνικές πόλεις στις μεγαλειώδεις εκείνες νίκες κατά του κοινού εχθρού. Ευτυχώς ότι «οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ».

  Υποστήριξη στις ανωτέρω διατυπωθείσες θέσεις παρέσχε Ελληνοαμερικανός  σε επιστολή του στον «Εθνικό Κήρυκα», ως εξής: 
Ποίος ο ρόλος της Αμερικής;
 Κύριε  Διευθυντά,
Με αγανάκτηση διάβασα  πως δεν συμφωνείτε με τα όσα γράφει στο άρθρο του ο κ. Κουτσούκης εναντίον της Αμερικής, που δημοσιεύσατε την 1η Σεπτεμβρίου (1974). Και, σχετικά με το Κυπριακό,  κατά τη γνώμη σας, τί ρόλο έπαιξε η Αμερική; Αν δεν φταίη, τότε γιατί προσπαθούμε κι εσείς και εμείς με επιστολές και τηλεγραφήματα προς την αμερικανικήν κυβέρνησιν να την πείσουμε να αλλάξη πολιτική, να την συγκινήσουμε, έστω και λίγο, για τα όσα τραβούν οι Έλληνες της Κύπρου; Αλλά ματαίως. Η Αμερική έδειξε καθαρά πως υποστηρίζει την τουρκική μειονότητα της Κύπρου, ενώ η πλειοψηφία του νησιού, που έπρεπε να έχη τον λόγον πρώτη, δεν υπολογίζεται καθόλου, τουλάχιστον από την Αμερικήν.
Μεθ΄ υπολήψεως
Ανδρέας Χαραλάμπους

ASTORIA, N.Y.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου