Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Απόδημοι Έλληνες της Τανζανίας. Γράφει ο Στέλιος Ξανθόπουλος, Κοινωνιολόγος

Απόδημοι Έλληνες της Τανζανίας


Γράφει:
ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ, Κοινωνιολόγος

 
 Α. Εισαγωγή


Η εργασία αυτή έχει γραφεί το 2010 στο πλαίσιο του μαθήματος «Εθνική Ταυτότητα και Ελληνισμός της Διασποράς», Ε΄ εξαμήνου, του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με διδάσκοντα τον Αναπληρωτή Καθηγητή  Γεράσιμο Καραμπελιά.

Αποσκοπεί στην παράθεση πληροφοριών για τους απόδημους Έλληνες της Τανζανίας: πότε εγκαταστάθηκαν εκεί και σε ποιές περιοχές, ποιός ήταν ο πληθυσμός τους και πόσοι έχουν απομείνει. Ποια επαγγέλματα έχουν ασκήσει διαχρονικά. Ποιά ήταν και είναι η σχέση τους με την τοπική κοινωνία. Ποιοί ήταν οι λόγοι που αυξήθηκε ο πληθυσμός τους, αλλά και μειώθηκε κατακόρυφα μετά από κάποια συγκεκριμένη περίοδο. Αυτά είναι κάποια από τα θέματα, στα οποία θα αναφερθεί ο γράφων.





Β . Κυρίως Μέρος
Η Ηνωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας ευρίσκεται στην Ανατολική Αφρική. Σχηματίστηκε από την συνένωση της Τανγκανίκας και της Ζανζιβάρης, το 1964. Στα παράλια της χώρας εκτείνονται εύφορες πεδινές περιοχές, ενώ τα ηπειρωτικά καλύπτονται από ηφαιστειακούς ορεινούς όγκους και τη μεγάλη ρηξιγενή κοιλάδα. Η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων ασχολείται υποτυπωδώς με τη γεωργία, ενώ η ολιγάριθμη πλούσια τάξη, που αποτελείται από ασιατικές και αραβικές οικογένειες, με τις επιχειρήσεις. Η Τανζανία έχει σοβαρές δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης λόγω της παραγωγής καφέ και βαμβακιού, αγαύης, των διαμαντιών και του γαρύφαλλου (του οποίου είναι η τρίτη παραγωγός χώρα στον κόσμο).
 
 Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο τουρισμός παρουσιάζει αλματώδη αύξηση. Εθνικά πάρκα και καταφύγια θηραμάτων, ο κρατήρας Ενγκορονγκόρο και το οροπέδιο Σερενγκέτι είναι τα κυριότερα αξιοθέατα.[1]

Οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην Τανγκανίκα στις αρχές του 20ού αι., όταν οι Γερμανοί κατασκεύασαν το σιδηροδρομικό δίκτυο. Συνολικά ανέρχονταν σε, περίπου, 300 άτομα. Πολλοί από τους ανωτέρω Έλληνες παρέμειναν στην Τανγκανίκα, όταν το έργο τελείωσε (1914) και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια, την παραγωγή και την εξαγωγή προϊόντων, που παλαιότερα οι Γερμανοί εξήγαν στις ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως αγαύη και καφέ). Στην παράκτια πόλη Κιμάμπα δημιουργήθηκε ισχυρή Ελληνική Κοινότητα, όπως και στην πόλη Μόσι. Το 1913 στην Τανγκανίκα ζούσαν πέραν των 200 Ελλήνων και συγκροτούσαν την τρίτη ευρωπαϊκή κοινότητα, μετά την γερμανική και τη βρετανική. 
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1929, το μέγεθος της ελληνικής κοινότητας είχε τριπλασιαστεί σε σχέση με το παρελθόν και υπερέβαινε τα 600 άτομα, εξακολουθώντας να κατέχει την τρίτη θέση μεταξύ των κοινοτήτων των αλλοδαπών.  

 





Έλληνες συνέχισαν να καταφθάνουν στην Τανγκανίκα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οπότε ο αριθμός τους έφτασε τις 2.000, από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν Κύπριοι. Βέβαια, βάσει
των λεγομένων του Μ. Καζαμία (Προέδρου
της 
Ελληνικής Κοινότητας στην Τανζανία), μέχρι το 1960 διαβιούσαν στην Τανζανία περί τους 5.000 Έλληνες. 

Κατά την περίοδο εκείνη, η ελληνική κοινότητα από οικονομική άποψη βρισκόταν στην ακμή της και συνεισέφερε αποφασιστικά στην οικονομία της χώρας. Εξαιτίας, όμως, της εκτεταμένης διασποράς της, αντιμετώπιζε προβλήματα οργάνωσης και λειτουρ­γίας, τα οποία επέδρασαν καθοριστικά στις μελλοντικές εξελίξεις.

Όταν το 1967 η κυβέρνηση του Τζούλιους Νιερέρε ανακοίνωσε το πρόγραμμα «Σοσιαλισμός και Αυτοδυναμία», προχώρησε σε σειρά εθνικοποιήσεων, που έπληξε τους ομογενείς. Οι φυτείες της αγαύης και του καφέ, του καπνού και του βαμβακιού, τομείς, που οι ομογενείς είχαν δραστηριοποιηθεί έντονα, εθνικοποιήθηκαν. Έτσι, οι ιδιοκτήτες της έμειναν χωρίς περιουσίες και εργασία, και μάλιστα, σε μία χώρα που δεν προσέφερε εναλλακτικές μορφές απασχόλησης, με συνέπεια πολλοί να αναγκαστούν να φύγουν.
Στην περιοχή του Μόσι, όπου το 1940 ζούσαν σχεδόν 170 ομογενείς, το 1966 είχαν περιοριστεί σε λιγότερους από 100, στην πλειονότητά τους γεννημένοι στην Αφρική. Μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1989, μεταξύ των Ελλήνων, καθιστούσε σαφή τον βαθμό πολιτιστικής αλλοτρίωσης των παιδιών τους, καθώς θεωρούσαν τους εαυτούς τους περισσότερο Ευρωπαίους παρά Έλληνες.

Σύμφωνα με πιο πρόσφατα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού ο αριθμός των ομογενών στην Τανζανία φτάνει τους 300, οι οποίοι κατοικούν και εργάζονται στο Νταρ Ες Σαλαάμ, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως η Ιρίνγκα και η Αρούσα. Ασχολούνται, ως επί το πλείστον, με το εμπόριο και την καλλιέργεια του καφέ, της αγαύης και του καπνού. Συχνά διατηρούν κτήματα ή είναι υπάλληλοι.

Στο Νταρ Ες Σαλαάμ υπάρχει η οργανωμένη
Ελληνική Κοινότητά του
και άμισθο Ελληνικό
Προξενείο. Εδώ, βρίσκονται
ο ναός της Αγίας
Παρασκευής και η έδρα της
Ιεράς Μητρόπολης Κένυαςκαι Ειρηνουπόλεως. Στην
Ιερά Μητρόπολη Ειρηνουπόλεως υπάγονται 30 περίπου ενορίες με αρκετούς ιθαγενείς ιερείς.
Στην Αρούσα, όπου υπάρχει, επίσης, Ελληνική Κοινότητα, βρίσκεται ο ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Στην Ιρίνγκα, η οργανωμένη Ελληνική Κοινότητα της συγκεντρώνεται, κυ­ρίως, γύρω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου. Ελληνική Κοινότητα υπάρχει, επίσης, στην πόλη Τάνγκα, με επίκεντρο τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου, όπως και στην Αρούσα (η Ελληνική Κοινότητα της Αρούσα).
Στην Μπουκόμπα (Bukoba), κοντά στη λίμνη Βικτόρια, εδρεύει η Ιερά Επισκοπή Μπουκόμπας (εν Τανζανία) με 9 ενο­ρίες.

Ο Μιχάλης Καζαμίας αναφέρει ότι διαβιούν, πλέον, στην Τανζανία λιγότεροι από 100 Έλληνες (άνθρωποι, δηλαδή, με ελληνική συνείδηση, που μιλούν την ελληνική γλώσσα και είναι χριστιανοί ορθόδοξοι).

Από τους Έλληνες που ζούσαν στην Τανζανία έως και το 1960, οι περισσότεροι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της αγαύης (κακτοειδούς φυτού). Το 98% της καλλιέργειας αγαύης στην Τανζανία τελούσε υπό ελληνική διαχείριση και ιδιοκτησία. Αντιστοιχούσε στο 40% της παγκόσμιας παραγωγής. Κατά το 1929, μεγάλο μέρος των φυτειών αγαύης ήταν σε ελληνικά χέρια. Οι καλλιέργειες γίνονταν, κυρίως, στις πόλεις Κιμάμπα, Αρούσα και Μόσι. Από τους γνωστότερους και πλουσιότερους ξένους επιχειρηματίες της εποχής ήταν ο Γιώργος Αρναούτογλου, ο οποίος συνεργάστηκε με διάφορες γερμανικές εταιρίες και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια αγαύης. Ο Γιώργος Αρναούτογλου, μάλιστα, υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός και στους Αφρικανούς, γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους ομογενείς, που έδειξαν γενναιοδωρία προς τους ιθαγενείς. Είχε προσφέρει το σεβαστό ποσό των 20.000 λιρών για την ανέγερση –χάριν αυτών– σχολείου.

Μία, ακόμα, κύρια ασχολία των Ελλήνων της Τανζανίας, ήταν η καλλιέργεια καπνού. Κατά την περίοδο 1910-1930, αυτό γινόταν κυρίως στις περιοχές της Ιρίνγκα και της Ταμπόρα. Έλληνες είχαν, επίσης, ιδρύσει την “Macedonian Tobacco Company” στο Νταρ Ες Σαλαάμ, που παρήγαγε φτηνά τσιγάρα για την τοπική αγορά και το Βελγικό Κονγκό. Σήμερα με την καλλιέργεια καπνού ασχολούνται 7 ελληνικές οικογένειες στην Ιρίνγκα και ο Φλιάκος (82 ετών), Ελληνοκύπριος από το Μπουρούντι, που παράγει σε μία φάρμα το 1% της συνολικής παραγωγής καπνού στην Τανζανία. Ακόμη, με την καλλιέργεια καπνού (αλλά και καλαμποκιού) ασχολείται ο  Εμ. Γκίκας. Τέλος, με την επεξεργασία και το χονδρεμπόριο καπνού ασχολείται και ο Καζαμίας, που είναι μέτοχος σε μία επιχείρηση με άλλα 2 άτομα.

Επίσης, οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν την ήττα των Γερμανών κατά τους δύο Παγκοσμίους πολέμους, καθώς οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν και πωλήθηκαν σε τιμές ευκαιρίας. Έτσι, πολλές από τις πρώην γερμανικές φυτείες βρέθηκαν στα χέρια Ομογενών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι 134 από τις 405 φυτείες καφέ στην περιοχή Κιλιμάντζαρο ανήκαν σε Έλληνες, οι οποίοι κατείχαν την πρώτη θέση στις καλλιέργειες καφέ. Σήμερα, ασχολούνται με την καλλιέργεια καφέ δύο ελληνικές οικογένειες (που είναι, βέβαια, παντρεμένοι με αγγλοσάξονες).

Επίσης, στο παρελθόν (γύρω στο 1914), οι Ομογενείς ασχολήθηκαν και με την καλλιέργεια βαμβακιού. Ωστόσο, Έλληνες εργάστηκαν και σε αδαμαντωρυχεία κοντά στην Ταμπόρα ως επιστάτες, κατά το 1920. Τότε ασχολήθηκαν και με το εμπόριο ξυλείας στο δάσος του Μιγιόμπο.

Την ίδια ακριβώς εποχή, τέλος, συνεχίστηκε η επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και πολλοί Έλληνες εργάστηκαν σε αυτό το έργο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γκίνου, η οποία ανακάλυψε στην Ταγκανίκα προτομή θείου της.

Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στην Τανζανία βρήκε εντελώς τυχαία μία μαρμάρινη προτομή ενός θείου της από την πλευρά της μητέρας της, για τον οποίο είχε ακούσει πολλές ιστορίες, όταν ήταν μικρή. Το γεγονός αυτό την ώθησε να αναζητήσει τους Έλληνες που ζουν στην Αφρική και να καταγράψει τις ιστορίες, που σχετίζονται με τη χώρα μας. «Αν και το γεγονός αυτό συνέβη τυχαία, θεωρώ ότι δεν ήταν σύμπτωση. Το βρήκα στους πρόποδες του Κιλιμάντζαρο. Ο άνθρωπος αυτός ξεκίνησε στην αρχή του 20ού αιώνα για την Αφρική και δούλευε με άλλους Έλληνες για την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών. Στην πορεία απέκτησε περιουσία και ίδρυσε το πρώτο σχολείο για Ελληνόπουλα στην Τανζανία. Το άγαλμά του βρίσκεται στην αυλή του σχολείου».[2]

Ο Κ. W. Φερεντίνος, μαζί με την αδερφή του, είναι ιδιοκτήτες δύο μικρών ξενoδοχείων στο Dar Es Salaam. Και ο Γ. Φλιάκος είναι ιδιοκτήτης μικρού ξενοδοχείου σε εθνικό πάρκο. Κατά το 1929, επίσης, δέκα ξενοδοχεία της αποικίας ήταν σε ελληνικά χέρια.

Ο Κώστας Κουκούλης είναι ένας Έλληνας που έχει βοηθήσει πολύ τους κατοίκους στα μικρά χωριά της Τανζανίας. Στα 43 του σήμερα, γεννημένος στο Μπουρούντι από Σαμιώτες γονείς, είναι κάτοικος Τανζανίας από το 2001. Ο φυσιολάτρης επιχειρηματίας άρχισε να λειτουργεί ένα πολυτελές lodge - θέρετρο («Saadani Safari Lodge»), στα βορειοδυτικά της χώρας: στο Σααντάνι, στα παράλια του Ινδικού Ωκεανού, μέσα στο τοπικό Εθνικό Πάρκο, σε ένα από τα τελευταία οικοσυστήματα στον κόσμο. Παρατήρησε, όμως, ότι οι λεγόμενοι Σουαχίλι, δηλαδή, ο τοπικός πληθυσμός, τα έφερνε βόλτα εξαιρετικά δύσκολα. Οι Σουαχίλι είναι στην πλειονότητά τους ψαράδες και το μοναδικό τους εισόδημα προέρχεται από τις γαρίδες που ψαρεύουν στον ωκεανό, καθώς άγρια ζώα καταστρέφουν τις καλλιέργειές του στο πάρκο. Είναι, λοιπόν, ένα φτωχό χωριό, με πληθυσμό που χρειάζεται καθαρό νερό, περίθαλψη, σχολείο κι άλλα στοιχειώδη αγαθά. Ο ίδιος αναφέρει : «Ξεκινήσαμε έτσι σιγά-σιγά, με δικές μας δαπάνες, αλλά και με προσφορές επισκεπτών, να τους βοηθάμε, αρχικά με επισκέψεις μας για καταγραφή των αναγκών. Σήμερα πια έχουμε καταφέρει να οργανώσουμε το ιατρείο του χωριού. Καλύπτουμε τα έξοδα σπουδών για έντεκα μαθητές, κάνουμε και επισκευή στο σχολικό κτίριο που ήταν σε άθλια κατάσταση. Παράλληλα, οι χωρικοί εδώ έχουν πλέον και πόσιμο νερό. Το εξασφαλίζουν από πηγάδι, με αιολική ενέργεια.

Χρησιμοποιούμε και την ηλιακή ενέργεια, αντί για καύσιμα. Πειραματιζόμαστε και στην παραγωγή οικολογικού κάρβουνου, από υπολείμματα θερισμένου καλαμποκιού...», σημειώνει. «Και από την Ελλάδα μπορεί όποιος θέλει να βοηθήσει: δεν ζητάμε χρήματα, αλλά κυρίως φάρμακα και ρούχα...». «Επειδή οι ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής είναι πολλές και προσωπικά δεν μου αρέσει να ζητάω χρήματα από τον κόσμο, αποφασίσαμε και συστήσαμε μια μη κερδοσκοπική εται­ρεία, τη SΑΝΑ («Saving Αfricas Νature»), για να ασχολείται ακριβώς με τις ανάγκες των ανθρώπων αυτών και της φύσης γύρω τους. Μέσω αυτής, λοιπόν, θα χτίσουμε σε διπλανό χωριό ένα δεύτερο καταυλισμό επισκεπτών για φωτογραφικό σαφάρι, με τη διαφορά πως τα κέρδη από την επιχείρηση αυτή θα επενδύονται αποκλειστικά για τους κατοίκους του, σε έργα όπως το ιατρείο που έχουμε ξεκινήσει. Θα μπορέσουν, πλέον και άλλα παιδιά να πάνε σχολείο, άλλα δεκαπέντε είναι σε αναμονή. Μόνα τους δεν θα μπορούσαν να σπουδάσουν, αδυνατούν να πληρώσουν 300 δολλάρια τον χρόνο, σε γυμνάσιο και λύκειο...».

Μπροστά στο φιλόδοξο όραμά του, ο Κώστας Κουκούλης έχει αφήσει σε δεύτερη μοίρα όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του. Στην Ελλάδα έρχεται σπάνια, περίπου κάθε δύο χρό­νια, για να επισκέπτεται τους γονείς του. Ο αδελφός του Γιώργος είναι επιχειρηματίας και Πρόξενος της Ελλάδας στο Μπουρούντι, όπου κατοικεί με την οικογένειά του. «Είναι μεγάλη η δουλειά που κάνουμε εδώ, αφιερώνω σ’ αυτή και τον ελεύθερο χρόνο μου, γι’ αυτό και δεν έχω παντρευτεί. Είναι θυσία, αλλά το έχω πάρει απόφαση πως αυτή είναι η ζωή μου: θα στηρίζω, όσο μπορώ, πολλές άλλες οικογένειες εδώ, γονείς που χρειάζονται τη βοήθειά μας...».[3]

Ωστόσο, εκτός από τον οικονομικό τομέα, οι Έλληνες της Διασποράς διέπρεψαν και στον πολιτιστικό τομέα. Και παρ’ όλο που οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, η διασπορά τους επεκτάθηκε και εκτός αυτής. Και όσον αφορά την Τανζανία, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Βέρα Βαγγελάτου που έγραψε το μυθιστόρημα «Dar Es Salaam,το λιμάνι της ειρήνης» (Τανζανία) και ο Μάρκος Λαζαρίδης, ο οποίος συνέγραψε το διήγημα «Ισημερινός» (Νιγηρία, Τανζανία).[4]

Επίσης, σε ένα κείμενο, γίνεται λόγος για ένα σχολείο στην Αρούσα της Τανζα­νίας, ιδρυμένο από Έλληνες Ομογενείς, που έρχεται πρώτο σε επιτυχία στην Αφρική στα εξεταστικά προγράμματα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Η ιστορία του είναι αλληλένδετη με την οδύσσεια της ελληνικής κοινότητας στην περιοχή.

Στο ίδιο κείμενο παρατίθενται και άλλες σημαντικές πληροφορίες. Στις βόρειες επαρχίες της Τανζανίας ζούσαν κάποτε περισσότεροι από 2.000 Ομογενείς. Οι πιο πολλοί ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, Κρητικοί και άλλοι νησιώτες. Ο πρώτος Έλληνας εγκαταστάθηκε εδώ το 1892. Ονομαζόταν Κώστας Μεϊμαρίδης, ήταν από την Τένεδο και ακολουθούσε με τις αποσκευές του το γερμανικό εκστρατευτικό σώμα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος , που φύτεψε καφέ στη Βόρεια Τανζανία. Ένας άλλος συμπατριώτης μας, ο Ευάγγελος Μαντζούνης, είχε στην Τάνγκα το ξενοδοχείο «Planters». Όποτε έφτανε Έλληνας στο κατώφλι του, τον καλωσόριζε με αυτά τα λόγια: «Κάτσε, πατριώτη, να φας, να πιεις και να ξεκουραστείς, όσο θέλεις. Και όταν με το καλό βρεις δουλειά, έρχεσαι και μου τα πλερώνεις». Και η καλή είδηση δεν άργησε. Στην χαραυγή του 20ού αιώνα, οι Γερμανοί παραχωρούσαν δωρεάν γη σε όσους Ευρωπαίους σκόπευαν να παραμείνουν εδώ μόνιμα.

10 Αυγούστου 1901. Κάτω από ένα τεράστιο (δέντρο) μπαομπάο γεννιέται στο Μόσι ο πρώτος Ευρωπαίος στο Κιλιμάντζαρο. Ήταν ο Νικολάκης Μεϊμαρίδης, γιος του Σπύρου και ανιψιός του Κώστα. Σύμφωνα με τους νόμους του αποικιακού καθεστώτος, έλαβε ως γενέθλιο δώρο 40 εκτάρια γης (400 στρέμματα). Λίγους μήνες μετά ο Κώστας απέκτησε θυγατέρα και η περιουσία των Μεϊμαρίδηδων αυξήθηκε κατά 400 στρέμματα! Όσο εύκολα Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ρωμιοί και Άγγλοι απέκτησαν γη σε τούτη τη χώρα –12 μοίρες νότια του Ισημερινού– όμοια απώλεσαν τις περιουσίες τους, όταν το 1965 ο Τζούλιους Νιερέρε εθνικοποίησε τη γη και ό,τι λειτουργούσε πάνω της. Πάνω από τα 2/3 της άλλοτε ανθηρής ομογένειας εγκατέλειψαν την Τανζανία και επαναπατρίστηκαν.
 Σήμερα η ελληνική παροικία στην Αρούσα και στο Μόσι, τις δύο μεγαλύτερες πόλεις στο Κιλιμάντζαρο, αριθμεί 200 ψυχές και στους μισούς από αυτούς μόνο τα επώνυμα έχουν μείνει, για να θυμίζουν κάποια μακρινή καταγωγή από το Αιγαίο. Ανάλογη ήταν και η μοίρα του σχολείου, που ιδρύθηκε για να μορφώσει τη δεύτερη γενιά Ελλήνων μεταναστών στην περιοχή. Το εκπαιδευτήριο του Αγίου Κωνσταντίνου ήκμασε, παρήκμασε και αφελληνίστηκε. Μία μακρά περίοδος κακοδιοίκησης το οδήγησε στη χρεοκοπία, ώσπου το κεντρικό συμβούλιο των εναπομεινάντων Ομογενών στην περιοχή, η Πανταγκανική Ένωση Ελλήνων, ανέλαβε την εξυγίανση και την επιστροφή –υπό νέους δημογραφικούς όρους– στις παλιές του δόξες.

 Συγκεκριμένα, το Σεντ Κονσταντάιν χρεοκόπησε το 2000, αφήνοντας πίσω του έλλειμμα 1,5 εκατ. δολαρίων. Ήδη από το 1973 το σχολείο, εξαιτίας της συρρίκνωσης του ποσοστού ελληνόφωνων μαθητών, μετασχηματίστηκε από μειονοτικό σε διεθνές αγγλόφωνο. Από τότε άρχισε να παρακμάζει, εμφανίζοντας παθητικό στους ισολογισμούς του και παρέχοντας έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό υποτροφιών σε παιδιά υπουργών και άλλων κρατικών αξιωματούχων.

Όπως υποστηρίζει ο σημερινός Πρόεδρος της Πανταγκανικής Ένωσης Μιχάλης Καζαμίας: «Η απαιτούμενη συναίνεση στους κόλπους της κοινότητας άργησε να επιτευχθεί. Για την κάλυψη των χρεών του ιδρύματος εκποιήθηκαν περιουσία της κοινότητας, ένα πρατήριο καυσίμων στο Μόσι και ένα ακίνητο σε εμπορική θέση στο Νταρ-ες-Σαλαάμ». Όποιος γνωρίζει τις δύσκολες συνθήκες ίδρυσης του Σεντ Κονσταντάιν, δικαίως θλίβεται για το έσχατο σημείο στο οποίο βρέθηκε, 40 χρόνια μετά την ίδρυσή του.[5]

Ο Μητροπολίτης Ειρηνουπόλεως και Σεϋχέλλων Νήσων Δημήτριος, από το Σοχό Θεσσαλονίκης , εδώ και 4-5 χρόνια πραγματοποιεί «μικρά θαύματα» στην Τανζανία. Θεωρείται, λοιπόν, «φύλακας άγγελος» των απόρων στην Τανζανία. Έργα, όπως δεκάδες γεωτρήσεις για την εξασφάλιση καθαρού πόσιμου νερού, και συσσίτια για χιλιάδες παιδιά, επτά σχολεία και δύο ορφανοτροφεία, δέκα εκκλησίες και ιατρικές κλινικές, προγράμματα για φορείς του AIDS και καρκινοπαθή παιδιά, συνθέτουν μεταξύ άλλων το έργο της Ιεραποστολής του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Τανζανία.

 Αποτελεί στόχο εφικτό, όπως εκτιμά ο Μητροπολίτης, έως το 2010 η προσφορά καθαρού ποσίμου νερού σε περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους. Η αναγνώριση των τοπικών αρχών είναι μεγάλη. Οι δράσεις, όμως, δεν σταματούν εδώ. Στο νέο Ιεραποστολικό Κέντρο στους πρόποδες του όρους Κιλιμάντζαρο, στην Αρούσα, κατασκευάζεται μία ακόμη κλινική και ένα νηπιαγωγείο. Έντεκα καινούργια πηγάδια ανοίγουν σε μία άλλη απομακρυσμένη πάμπτωχη περιοχή, στο Μαφρούτο.[6]




Οι δύο φωτογραφίες –με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1928 η μία– απεικονίζουν το ξενοδοχείο «Savoy Hotel» και τη Morongoro Avenue. (Από το προσωπικό Αρχείο του Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη, ο οποίος γεννήθηκε στο Morongoro της Τανζανίας και έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο παππούς του Κώστας Νικολάου εκ Λαπήθου Κύπρου ανέλαβε τη διαχείριση του ξενοδοχείου το 1937 και σταδιακά το επεξέτεινε).



Γ΄ Επίλογος



Ο γράφων θα ήθελε να ευχαριστήσει τον Αναπληρωτή Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γεράσιμο Καραμπελιά για την ανάθεση και στήριξή του κατά τη συγγραφή της εργασίας, τον Δρα Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη για τη βοήθεια και το ενδιαφέρον του αναφορικά με αυτήν και τον William-Κωνσταντίνο Φερεντίνο, τον Έλληνα Πρόξενο στην Τανζανία, που τον παρέπεμψε στον Μιχάλη Καζαμία, Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας στην Τανζανία, για την εξασφάλιση πολύ σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τη ζωή των εκεί διαμενόντων Ελλήνων. Ο συγγραφέας επισημαίνει, τέλος, ότι τα όποια, τυχόν, λάθη ή παραλείψεις του παρόντος πονήματος βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο.




Ενδεικτική βιβλιογραφία



  - Hμερολόγιον Εκκλησίας Αλεξανδρείας, 2008, έτος 98όν, Πατριαρχείον Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής, Αλεξάνδρεια, σελ. 199-206.


http://www.oldbooks.gr/books/cc/category/38?page=11- Οι δρόμοι των Ελλήνων, συλλογικό έργο, εκδ. POLARIS, 2009, σελ. 223-227.



Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΕΣΤΙΑ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ: ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΤΙΣ 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013, ΩΡΑ 10:30 π.μ.








                                             Αρ. Πρωτ.  615

Ν. Σμύρνη       2 /12/2013



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ




Αγαπητά μέλη,

Καλείστε να παρευρεθείτε

στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση

των μελών της Εστίας Νέας Σμύρνης

που θα πραγματοποιηθεί

την 15ην Δεκεμβρίου 2013

ημέρα Κυριακή και ώρα 10.30΄ π.μ.

στην αίθουσα «Πάνος Χαλδέζος»

με μοναδικό θέμα:


Σε περίπτωση τυχόν μη επιτεύξεως απαρτίας η Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μελών της Εστίας θα επαναληφθεί στον ίδιο χώρο και με το ίδιο θέμα την 18ην Δεκεμβρίου 2013, ημέρα  Τετάρτη και ώρα 17.30΄ μ.μ.

Ο Πρόεδρος